Βασίλης Ιθακήσιος. Ο ζωγράφος που για είκοσι καλοκαίρια εγκατέλειψε τους πάντες και εγκαταστάθηκε σε μία σπηλιά στον Όλυμπο. Μόνος ανάμεσα στις κορυφές του βουνού, για να μπορεί να έχει συντροφιά μόνο την τέχνη του, τις βουνοκορφές και τον αέρα του Ολύμπου. Ο καλλιτέχνης μαγεύτηκε από τον Όλυμπο, που τον αποκαλούσε “Παρθενώνα της ελληνικής φύσης”, τον λάτρεψε και τον απαθανάτισε σε 500 περίπου έργα του.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του φιλοξενούνταν σε Γηροκομείο της Αθήνας.
Ποτέ, όμως, δεν έπαψε να νοσταλγεί το βουνό του και να επιθυμεί την επιστροφή στις κορυφές του. Σε ηλικία 100 ετών στο δωμάτιό του ντύθηκε τα ορειβατικά του και προσπάθησε να φύγει μόνος του για το βουνό. Δρασκελίζοντας το παράθυρο έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Τα οστά του εναποτέθηκαν στον βουνό που τόσο αγάπησε, τον Όλυμπο, δίπλα στη σπηλιά όπου έζησε.
Ο Βασίλης Ιθακήσιος στη σπηλιά του στον Όλυμπο
Έργα του φιλοξενούνται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Εξωτερικό.
Πολλοί αγοράστηκαν στη σπηλιά του, από Έλληνες και ξένους επισκέπτες, ορειβάτες που θαύμασαν την τέχνη του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τα πέρασε στο γηροκομείο “Ευγηρείας Μέλαθρον”, όπου πάντα νοσταλγούσε τον Όλυμπο και επιθυμούσε να επιστρέψει, αλλά η ηλικία του δεν του το επέτρεπε. Έξω από το δωμάτιό του, στην πτέρυγα “Λάμψα”, οι υπεύθυνοι τοποθέτησαν μια ταμπέλα με το όνομά του για να τον τιμήσουν, καθώς είχε δωρίσει στο ίδρυμα 27 πίνακες που του είχαν απομείνει. Ποιος ήταν όμως ο Βασίλης Ιθακήσιος και πως έφτασε να υμνεί μέσα από τους πίνακές του τον Όλυμπο, “τη στέγη της ελληνικής γης”, όπως ο ίδιος έλεγε;
Ο Θρόνος του Δία
Ο Μύτικας
Η καταγωγή του
Ο Βασίλειος Ιθακήσιος γεννήθηκε στο Ακρωτήρι Μυτιλήνης στις 26 Φεβρουαρίου του 1878.
Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Γεωργανάς. Ήταν το έκτο παιδί της οικογένειας, αργότερα απέκτησε και μια μικρότερη αδερφή. Ο πατέρας του κατάγονταν από την Ιθάκη και ασκούσε το επάγγελμα του ναυπηγού. Σε ένα ταξίδι στη Μυτιλήνη για δουλειές στα ναυπηγεία παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα. Προόριζε και το γιο του για τεχνίτη στα καράβια, εκείνος όμως, ασχολήθηκε με τη μεγάλη του αγάπη, τη ζωγραφική. Αργότερα υιοθέτησε το όνομα “Ιθακήσιος” από την καταγωγή του πατέρα του.
Δέντρα στον Όλυμπο
Από τη Μυτιλήνη στη Σμύρνη
Μετά τη Μυτιλήνη ο Ιθακήσιος πήγε στη Σμύρνη, από εκεί στην Αθήνα, στην Αμβέρσα και επιστροφή στη Σμύρνη όπου έζησε 20 χρόνια. Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Καλών τεχνών της Αθήνας από το 1896 ως το 1899. Έφυγε στην Αμβέρσα όπου εξακολούθησε να σπουδάζει και το 1901 πήγε στη Σμύρνη όπου έμεινε και δούλεψε ως το 1922.
Εκεί ασχολήθηκε με όλα τα είδη της ζωγραφικής τέχνης.
Προσωπογραφία, τοπιογραφία, θαλασσογραφία, τις ηθογραφικές σκηνές, το γυμνό, τη νεκρή φύση, το γραμμικό σχέδιο, ελεύθερα θέματα και λυρικές απεικονίσεις. Καθώς περνούσε ο καιρός και ο ζωγράφος γίνονταν γνωστός, οι πίνακες του γίνονταν ανάρπαστοι σε πολύ καλές τιμές. Είχε δύο ιδιαίτερες προτιμήσεις στην τοπογραφία, την θάλασσα και το βουνό. Πολλές φορές ταξίδευε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και επέστρεφε με αριστουργηματικούς πίνακες, η τύχη των οποίων αγνοούνται μετά την Μικρασιατική καταστροφή.
Πολλοί επώνυμοι ζητούσαν να τους φιλοτεχνήσει το πορτραίτο τους, ανάμεσά τους, ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Ο Ιθακήσιος σε ένα τεράστιο πίνακα είχε φιλοτεχνήσει τη μορφή του Μητροπολίτη.
Ο ζωγράφος στην Σμύρνη, μπροστά από το πορτραίτο του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου
Κάστρο Πύλου
“Αγάπησα τη ζωγραφική από μικρό παιδί”
Από τη Μυτιλήνη έως τη Σμύρνη και το Γηροκομείο Αθηνών, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, το ταξίδι του ζωγράφου Ιθακήσιου είχε πολλές βουνοκορφές και άγρια τοπία έως ότου καταλήξει στον Όλυμπο.
Σε συνέντευξή του σε ηλικία 92 χρόνων στον Γ. Ζώτο στο Έθνος το 1969, από το δωμάτιο του Γηροκομείου, γεμάτο από πίνακές του, δηλώνει:
“Aγάπησα τη ζωγραφική από μικρό παιδί, εκεί στην Μυτιλήνη που γεννήθηκα. Ήταν εκεί, τότε, κάποιος αγιογράφος. Πολυχρόνη τον έλεγαν. Κοντά του έμεινα 6 χρόνια. Οι δικοί μου, οι γονείς μου και οι 6 αδελφές μου, όλος ο κόσμος δεν μπορούσαν να με καταλάβουν. Ήρθα στην Αθήνα, μπήκα με διαγωνισμούς στην 5η τάξη του Πολυτεχνείου (Σχολή Καλών Τεχνών) Όταν τέλειωσα το Πολυτεχνείο πήγα στην Αμβέρσα. Στην φλαμανδική Σχολή. Σπούδασα εκεί με τα λεφτά που κέρδισα, αναλαμβάνοντας την αγιογράφηση μιας ελληνικής εκκλησίας. Γύρισα στη Μυτιλήνη. Έμεινα κάπου δυο χρόνια. Δεν με σήκωνε ο τόπος. Στα 1902 έφυγα και πήγα στη Σμύρνη. Έμεινα 20 ολόκληρα χρόνια, ως την καταστροφή”.
Το εκκλησάκι της Παναγίας στο Λιτόχωρο
Χιονισμένη εκκλησία
Πως έφτασε στον Όλυμπο
Μετά την Σμύρνη αρχίζει η περιπλάνηση του. Ταξίδεψε σε πολλές περιοχές, όπου ζωγράφισε τοπία, ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία από τους αγώνες του 1821. Ανέβηκε στον Παρνασσό, στον Αίνο της Κεφαλλονιάς, επισκέφθηκε το Ζάλογγο, τη Σφακτηρία, τα Ψαρά, τη Σκιάθο, τα Μετέωρα, το Μεσολόγγι και πολλά άλλες περιοχές ιστορικής αξίας, μέχρι να καταλήξει στον Όλυμπο.
“Κάποτε, σε μια εκδρομή μου στον Όλυμπο, ανακάλυψα μια σπηλιά. Την σπηλιά όπου για 20 ολόκληρα χρόνια έμενα τα καλοκαίρια, ζωγραφίζοντας. Την βάφτισα “Άσυλο των Μουσών”. Σήμερα οι ορειβάτες που ανεβαίνουν εκεί πάνω, της έδωσαν το όνομά μου”, δήλωνε Γ. Ζώτο στο Έθνος το 1969 και συνεχίζει:
-Δεν σας κούρασε η μοναξιά εκεί πάνω;
“Όταν τύχαινε να με πιάσουν μοναξιές, άφηνα την σπηλιά μου και έκανα μεγάλες πορείες. Που αλλού παρά στις πιο ψηλές κορυφές. Στο Πάνθεο ή τον Μύτικα. Ήθελα να βλέπω την ανατολή του Ήλιου από 3.000 μέτρα ύψος. Μια βαθιά νύχτα – με συντροφιά μόνον ένα φακό για τις κακοτοπιές – ξεκίνησα για μια πεντάωρη πορεία. Ήταν μια ήσυχη νύχτα, από τις λίγες που πετυχαίνει κανείς πάνω στον Όλυμπο. Κανένας θόρυβος γύρω μου, εκτός από την αναπνοή μου, που δυνάμωνε όσο ανέβαινα τις απότομες ανηφοριές. Έφθασα στην ώρα μου. Δεν άργησε να φανεί ένα χρυσό κομμάτι από τον δίσκο του Ηλίου. Πέρα, στην απέναντι μακρινή κορυφή του Άθω. Σε λίγο είχε φανεί όλος ο δίσκος. Κι όταν με φώτισε έμοιαζα σαν μια κάθετη χρυσή γραμμή επάνω στον Όλυμπο, στην στέγη της ελληνικής γης. Από τότε ένιωσα πως για πολλά χρόνια αυτό το βουνό θα με κρατούσε δεμένο”. (απόσπασμα από τη συνέντευξή του στο Γ. Ζώτο -Έθνος 1969)
Έλληνες και ξένοι ορειβάτες επισκέπτονταν τη σπηλιά
Στο “Άσυλο Μουσών” φιλοξενούσε και ορειβάτες, Έλληνες και ξένους. Ανάμεσα τους ήταν το 1936 και ο μεγάλος μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος, που αγαπούσε την ορειβασία και τα άγρια τοπία.
Εκεί όμως, ο Ιθακήσιος συνάντησε και τον κατακτητή του Μύτικα, τον Χρήστο Κάκαλο και ανάμεσα στις κορυφές του Ολύμπου, γεννήθηκε μία μεγάλη φιλία.
Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, οι δύο φίλοι συναντήθηκαν στην εκπομπή “ΑΛΑΤΙ και ΠΙΠΕΡΙ” του Φρέντυ Γερμανού και απήγγειλαν τους στίχους που έλεγαν όταν νέοι πατούσαν την κορυφή του Ολύμπου: “Τι δακρύζεις, ωρέ Μύτικα, και βαριαναστενάζεις…”
“...Ο Όλυμπος είναι ο Παρθενώνας της Ελληνικής φύσεως”.
“Είδα ανατολές ηλίου απλησίαστες από την τέχνη και εχόρτασα δύσεις και φεγγαροβραδυές, μα και ολόφωτα μεσημέρια. Και είδα χιόνια που να αρχίζουν από την κορφή του και να φθάνουν ως τα νύχια, ως τη θάλασσα του θερμαϊκού, ένα ηλιόλουστο άφθαστης Ελληνικής ομορφιάς, που θα έλεγε κανείς ότι ένας γλύπτης, ένας μεγάλος καλλιτέχνης το ελάξεψε. Εκπληκτικό θέαμα μα την αλήθεια, που δύο μάτια και μια μόνο αίσθησις δεν ήταν αρκετά να το χαρούνε…” (από επιστολή του Βασίλη Ιθακήσιου)
Η χαράδρα του Αγίου Διονυσίου
Η τέχνη για τον ίδιο
“Η Τέχνη είναι υψηλό λειτούργημα και μύησις και ποιητική εκμυστήρευσις, εκφραζομένη δια του σχεδίου και του χρώματος. Εις τα τοπία μου προσπαθώ να δώσω τον ελληνικό τους χαρακτήρα και την υποβλητική ατμόσφαιρα, που αποτελεί την ψυχικήν των έκφραση και την αναπνοή των. Το ελληνικό τοπίο είναι μοναδικό εις γλυκύτητα τόνων και εις ιδιότυπον θέλγητρον. Δεν ανήκω εις καμία σχολήν, παρόλο ότι η δουλειά μου είναι νεοεμπρεσιονιστική. Η σχολή μου είναι η αιωνία πηγή της εμπνεύσεως και η ψυχική ανταπόκρισης με το τοπίον και τον άνθρωπο. Οπωσδήποτε ο Όλυμπος και η εναλλασσόμενη ομορφιά του σ’ όλες τις ώρες και σ’ όλες τις εποχές είναι η μοναδική μου ανεξάντλητος πηγή και συχνά – πυκνά μου γίνεται αφορμή να ζωγραφίσω με το παλιό πάθος που μαραίνεται με τα χρόνια και την παλιά ζέση που κρυώνει με την παρουσία των νέων θεών που προσπαθούν να μας εκμαυλίσουν με την μουσική των Σειρήνων.” (Βασίλης Ιθακήσιος, ΒΡΑΔΥΝΗ, 09.07.1953)
Στα έργα του αποτυπώνει με τη δική του ιδιαίτερη μαεστρία το μεγαλείο του βουνού.
Μεταφέροντας βιωματικά και γι αυτό αυθεντικά, την ποιητική του μαγευτικού τοπίου. Το άγριο τοπίο και οι όγκοι του βουνού ξαναζωντανεύουν στο καναβάτσο, με τον πολύ αριστοτεχνικό του χρωστήρα, μεταμορφωμένα από το προσωπικό ιδιότυπό του θέλγητρο.
Ο Μύτικας
Οι κορυφές του Ολύμπου
Πέθανε “αναζητώντας” τον Όλυμπο
Το Μάιο του 1977, σε ηλικία 100 χρόνων, νοσηλευόταν στο αναρρωτήριο του γηροκομείου, καθώς είχε πλέον συχνά παραισθήσεις, αλλά αναζητούσε πάντα τον Όλυμπο. Η διεύθυνση του γηροκομείου συνεννοήθηκε με το Γ.Ε.Σ., ώστε κάποιο ελικόπτερο, που για υπηρεσιακούς λόγους θα πήγαινε προς τον Όλυμπο, να τον πέρναγε για λίγο απ’ τα γνωστά του μονοπάτια. Το πρόγραμμα είχε κανονιστεί και ο Ιθακήσιος είχε ξανανιώσει. Όμως ο γιατρός του ιδρύματος, την τελευταία στιγμή, ματαίωσε το ταξίδι, καθώς φοβήθηκε ότι ο ηλικιωμένος καλλιτέχνης δεν θα άντεχε το ταξίδι και τη συγκίνηση.
Κι εκείνος, το ίδιο βράδυ, σηκώθηκε, ντύθηκε τα ορειβατικά του και προσπάθησε να φύγει μόνος του για το βουνό. Προχώρησε ως το παράθυρο για να ατενίσει τον Όλυμπο και καθώς έσκυψε, έπεσε και χτύπησε θανάσιμα, παρά το χαμηλό ύψος, μόλις ενάμιση μέτρο.
Η αγάπη του Ιθακήσιου για την περιοχή του Ολύμπου, είχε ως αποτέλεσμα να αναφέρει ο ίδιος πολύ συχνά το Λιτόχωρο ως “το χωριό μου”. Τον Ιούλιο του 1960, η τότε Κοινότητα Λιτοχώρου, θέλοντας να τιμήσει τον μεγάλο καλλιτέχνη τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη Λιτοχώρου. Σήμερα η Δημοτική Πινακοθήκη του Λιτοχώρου φέρει τιμητικά το όνομά του.
Στο γηροκομείο, μπροστά στο πορτραίτο της μητέρας του
Η σπηλιά του ζωγράφου σήμερα
Τα οστά του εναποτέθηκαν στον Όλυμπο που τόσο λάτρεψε
Τα οστά του Ιθακήσιου μεταφέρθηκαν στις 25-1-1982 με φροντίδα του Λιτοχωρίτη Αλέκου Λαλούμη (όπως είχε υποσχεθεί την ημέρα της κηδείας του) στενού φίλου του καλλιτέχνη και εκπροσώπου του Σ.Ε.Ο. Θεσσαλονίκης και της Ομοσπονδίας Εκδρομικών Σωματείων Ελλάδος και της Ο.Ε.Σ.Ε. κατ’ αρχάς στο Λιτόχωρο.
Αργότερα τον Ιούλιο του 1989 εναποτέθηκαν από τον Λαλούμη στην ανατολική άκρη της σπηλιάς που ονομάστηκε “Σπηλιά Ιθακήσιου” με καλλιμάρμαρο μνημείο με την επιγραφή:
“Εδώ ζούσε τα καλοκαίρι ο Βασίλης Ιθακήσιος, Ζωγράφος του Ολύμπου”,
για να αποτελεί προσκύνημα για τους Έλληνες και ξένους ορειβάτες.
ΠΗΓΕΣ:
dasarxeio.com
mixanitouxronou.gr
paletaart.wordpress.com
evonymos.org